- μενεστρέλος
- ο (Μ μενεστρέλος)στον πληθ. οι μενεστρέλοιεπαγγελματίες «διασκεδαστές», κυρίως μουσικοί-τραγουδιστές και «θαυματοποιοί», ακροβάτες και «παραμυθάδες», που άκμασαν στην Ευρώπη από τον 12ο μέχρι τον 16ο αιώνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. menestrello < λατ. ministerialis «ο επιφορτισμένος με ορισμένη υπηρεσία»].
Dictionary of Greek. 2013.